«Μπορείς να κόψεις όλα τα λουλούδια, αλλά δεν μπορείς να εμποδίσεις την
Άνοιξη να έρθει»
Δεν ξέρουμε αν τα παραπάνω λόγια του Πάμπλο Νερούδα έδωσαν ώθηση στους χιλιανούς να πραγματοποιήσουν το 1973 την πρώτη –απαγορευμένη- πορεία διαμαρτυρίας ενάντια στο δικτατορικό καθεστώς του Πινοσέτ, με αφορμή την κηδεία του ποιητή. Όπως και να έχει, στο σήμερα, αντανακλούν την επιμονή των εξεγερμένων στο Σαντιάγο, στο Βαλπαραΐσο, στην Αντοφαγάστα στο Κονσεπσιόν… Μια επιμονή, που τους έχει κρατήσει κοντά δύο μήνες στα οδοφράγματα, απέναντι σε μπάτσους και στρατό, με τις πέτρες, τη φωτιά και την αντιβία να εκφράζουν τη συσσωρευμένη οργή χρόνων. Και κάπως έτσι το κράτος, καμάρι των απανταχού ακραίων καπιταλιστών δέχεται την οργή αυτή, αντιδράει, μπουρδουκλώνεται, «ματώνει» και τελικά ακόμα ψάχνει τη φόρμουλα για το πώς θα εμποδίσει τον ερχομό της άνοιξης.
Αν και φαινομενικά η Χούντα “τέλειωσε” το 1990 αυτό δεν σημαίνει ότι οι πολιτικές της καταπίεσης και της υποταγής στον σύγχρονο ολοκληρωτισμό εξαλείφθηκαν. Αντιθέτως, η παρακαταθήκη της περιλαμβάνει εκτός των άλλων και το ΔΝΤ το οποίο επιβάλλεται στην περιοχή από το 1974, λίγους μήνες μετά το πραξικόπημα, και 30 χρόνια μετά την λήξη του, παραμένει εκεί. Πώς αλλιώς θα επιβάλλονταν οι ιδιωτικοποιήσεις και το ξεπούλημα της γης, του νερού της υγείας και της παιδείας, χωρίς τη συνεργασία του ΔΝΤ, της χούντας και των πολιτικών επιγόνων τους;
Οι σημερινοί υπουργοί του Πινιέρα ήταν μπροστάρηδες στη συνέχισης της χούντας στο δημοψήφισμα του 1988. Μέχρι σήμερα, κυριαρχεί ένα μεταλλαγμένο πολιτικό σκηνικό που βρωμάει, με υποθάλπτον φασισμό και συνεργασίες αριστεράς-δεξιάς, με τους πρώτους να παραδίδουν την αξιοπρέπεια και την αγωνιστικότητα και τους δεύτερους να μοιράζονται την εξουσία. Ας μην περάσει στα ψιλά πως το σύνταγμα του Πινοσέτ, υπεύθυνου για 3.000 θανάτους και 28.000 συλλήψεις, βασανισμούς και εξορίσεις στο ενεργητικό του, βρίσκεται ακόμη σε ισχύ. Αυτός εξάλλου πρωτοστάτησε στο “θαύμα της Χιλής” (έφτιαξε δρόμους οι άνθρωποι κοιμόντουσαν με ανοιχτά παράθυρα και όλα αυτά τα ωραία).
Στα χρόνια που ακολούθησαν, αυτό το οικονομικό “θαύμα”, το οποίο στηρίχθηκε στον ακραίο, εμπνευσμένο από τη «Σχολή του Σικάγο» καπιταλισμό αποδείχθηκε όπως ήταν αναμενόμενο μια μεγάλη φούσκα . Το χάσμα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς αυξήθηκε δραματικά. Αυτό σε συνδυασμό με την ανελευθερία και τα κατάλοιπα της περιόδου 1974-1990 οδηγούν ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού -μεταξύ των οποίων και οι ιθαγενείς Μαπούτσε, οι οποίοι υφίστανται μόνιμα καταπίεση και διωγμούς από την γη τους- να κρατήσει εχθρική στάση απέναντι στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές πρακτικές, τις οποίες υπηρέτησαν όλες οι κυβερνήσεις από το ‘90 έως σήμερα. Οι τελευταίες συνέχισαν να στερούν τα δικαιώματα που επί 30 χρόνια προσπάθησαν οι φοιτητές/εργαζόμενοι/γυναίκες/ιθαγενείς/μαθητές να ανακτήσουν μέσω και οριζόντιων αυτοοργανωμένων μοντέλων διαχείρισης και αγώνων. Στη μνήμη των Χιλιανών παραμένει αναλλοίωτη ακόμα η “Εξέγερση των Πιγκουίνων”, το 2006, οι κινητοποιήσεις φοιτητών και καθηγητών το 2011 απέναντι στο εκπαιδευτικό σύστημα, οι αγώνες των γυναικών ενάντια στο σεξιστικό καθεστώς που διέπει την κοινωνία της Χιλής και κυρίως των Ινδιάνων Μαπούτσε. Όσον αφορά την τελευταία κοινωνική ομάδα, το χιλιανό κράτος, μέχρι και σήμερα, διατηρεί σε ισχύ ειδικά νομοθετήματα, που υποθάλπτουν και νομιμοποιούν την αστυνομική βία εναντίον τους, ενώ ταυτόχρονα ποινικοποιούν οποιαδήποτε μορφή αγώνα από τη μεριά τους.
Η Χιλή δεν αποτελεί κάποιου είδους εξαίρεση. Στο σύνολο των χωρών της Λατινικής Αμερικής, τις δεκαετίες του ‘80 και του ’90, ασκήθηκαν πιέσεις από το ΔΝΤ για ριζική αλλαγή στην κοινωνική πολιτική και περικοπές στην υγεία και τη παιδεία, με σκοπό την αθρόα ιδιωτικοποίηση των νοσοκομείων, των πανεπιστημίων, αλλά και δημόσιων αγαθών όπως του νερού. Στην πληθώρα των περιπτώσεων οι αλλαγές αυτές ήρθαν με την συγκατάθεση αν όχι τις ευλογίες και των “περαστικών” αριστερών κυβερνήσεων. Αν και αυτή τη στιγμή οι εντάσεις στη Λατινική Αμερική δεν φτάνουν στο επίπεδο της χιλιανής εξέγερσης, οι διαδηλώσεις και οι κινητοποιήσεις είναι καθημερινότητα. Και αν οι επιμέρους αιτίες άπτονται τοπικών ζητημάτων, κοινός παρονομαστής είναι η επιβολή του ΔΝΤ και των πολιτικών του. Οι μικρές νίκες όμως, όπως η αποτροπή της αύξησης της τιμής των καυσίμων στο Εκουαδόρ, σπάνε στην πράξη την απομόνωση των εξεγερμένων της Χιλής, ενώ οικομενοποιούν την αντίσταση.
Παρόλο που τα τελευταία χρόνια τα κινήματα που αναφέρθηκαν, δεν είχαν την ίδια ένταση, δεν χρειαζόταν παρά μια μικρή σπίθα, μια ακόμα αλαζονική κίνηση των κυβερνώντων, για να βγάλει τον κόσμο στους δρόμους και να καταστήσει στόχους τις κρατικές δομές, τις ιδιωτικές εταιρείες-εκμεταλλευτές των χαμηλότερων κοινωνικών βαθμίδων και φυσικά τους μπάτσους, που όπως πάντα βγήκαν να υπερασπιστούν τα αφεντικά τους. Η ανακοίνωση των αρχόντων για αύξηση της τιμής των εισιτηρίων του μετρό -το «καμάρι του Σαντιάγο» και βασικό μέσο μεταφοράς του κόσμου- κατά 3%, έκανε τη χύτρα που σιγόβραζε χωρίς να ακούγεται, να σκάσει στα μούτρα τους. Η επίπλαστη σταθερότητα για την οποία “κοκορευόταν” το χιλιανό κράτος αλλά και οι προστάτες του, που επέβαλαν τις οικονομικές πολιτικές που αναλύθηκαν παραπάνω, αποτελούσε εν μία νυκτί παρελθόν και η φωτιά της εξέγερσης έκαιγε για μια ακόμα φορά στους δρόμους της πρωτεύουσας αρχικά και σε άλλες πόλεις στη συνέχεια.
Στις 18 Οκτώβρη οι διαμαρτυρίες για την αύξηση στην τιμή των εισιτηρίων του μετρό, πήραν μια νέα τροπή σε σχέση με τις έως τότε κλιμακούμενες ενέργειες διαμαρτυρίας. Οι συγκρούσεις που ξεκινάνε με σπασίματα σταθμών και επιθέσεις στους μπάτσους που προστατεύουν την «περιουσία του κράτους» επεκτείνονται από το κέντρο σε άλλες γειτονιές. Ολόκληρα γραφεία πολυεθνικών και εταιρειών ανακαινίζονται πλήρως από τον οργισμένο κόσμο. Από τις πρώτες κιόλας ώρες, οι σταθμοί του μετρό, σταματούν να αποτελούν τον βασικό στόχο των εξεγερμένων, κάνοντας έτσι σαφές ότι η τιμή των εισιτηρίων ήταν απλά η αφορμή για να εκφραστούν όσα κράταγαν μέσα τους. Αυτό θα φανεί και στη συνέχεια, όταν οι κυβερνώντες, σε μια προσπάθεια να ηρεμήσουν την κατάσταση, θα πάρουν πίσω τα επίμαχα μέτρα. Μάταια…
Ήδη από την επόμενη των αρχικών συγκρούσεων, η εξουσία, με την έπαρση που τη διακρίνει, παίρνει την απόφαση να βγάλει το στρατό στους δρόμους. Η εικόνα αυτή, πρώτη φορά μετά το τέλος της Χούντας, ξυπνάει το θυμικό του κόσμου, με έναν τρόπο, τον οποίο οι κυβερνώντες μέσα στη φούσκα που ζουν, δεν θα μπορούσα να προβλέψουν. Η εξέγερση διαχέεται ακόμα περισσότερο και το σθένος των εξεγερμένων, όσο και αν δοκιμάζεται από την ακραία κρατική καταστολή κρατάει ζωντανή τη φλόγα της ανυπακοής. Απαγωγές, δολοφονίες, εξαφανίσεις, σφαίρες, απαγόρευση κυκλοφορίας και όλα όσα βρίσκονται σε κάθε ενημερωμένο εγχειρίδιο της εξουσίας, δεν αρκούν για να καταστείλουν την εξέγερση και να κάνουν τον κόσμο να επιστρέψει στα σπίτια του. Οι πρακτικές της κατά μέτωπο επίθεσης εναντίον κρατικών και μη στόχων, συνεχίζονται, ενώ τα όποια αιτήματα έχουν σταματήσει να άπτονται τιμών εισιτηρίων. Η αντιβία που ασκούν οι εξεγερμένοι δεν έχει να κάνει πλέον με τα «30 πέσος», όπως λένε και οι ίδιοι…
Σε κάθε ξέσπασμα της κοινωνικής οργής με εξεγερσιακά χαρακτηριστικά, σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου, η καταστολή από την πλευρά του κράτους θεωρείται δεδομένη. Οι συζητήσεις ξεκινούν με τους φιλήσυχους πολίτες να τονίζουν την αναγκαιότητα της τήρησης της νομιμότητας ως απαραίτητη για την φαντασιακή κοινωνική συνοχή και τους “ευαίσθητους” ρεφορμιστές να θεωρούν την υπερβολική χρήση της, ένδειξη αποδημοκρατικοποίησης. Στη Χιλή, παρά τις διαφορετικές πολιτικές προσεγγίσεις για την φύση της εξέγερσης, αλλά και για την προοπτική που αυτή έχει, ακόμα και οι πιο συντηρητικές απ αυτές, συγκλίνουν στον μεγάλο βαθμό καταστολής που δέχτηκαν από τις πρώτες κιόλας ημέρες οι εξεγερμένοι.
Η αναφορά στην καταστολή από τη δική μας πλευρά, γίνεται όχι με στόχο τη θυματοποίηση των εξεγερμένων, αλλά ακριβώς για να τονιστούν ο βαθμός σημαντικότητας και σπουδαιότητας της ίδιας της εξέγερσης και οι ρωγμές που δημιούργησε και δημιουργεί ακόμη, σ’ ένα μέχρι πρότινος κράτος-θαύμα του καπιταλισμού. Η κήρυξη της Χιλής σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης από τις πρώτες κιόλας μέρες των συγκρούσεων και η επιβολή στρατιωτικού νόμου καταδεικνύει τον πανικό του κράτους να κρύψει ότι ο νεοφιλελεύθερος βασιλιάς είναι “γυμνός” και να τρομοκρατήσει τους χιλιάδες διαδηλωτές/τριες. Γι΄αυτό ακριβώς χρησιμοποιεί έναν από τους πιο κεντρικούς σταθμούς του μετρό στο Σαντιάγο ως στρατόπεδο συγκέντρωσης και βασανισμού των κρατουμένων.
Όταν όμως η δημοκρατία τους κινδυνεύει και το υποτιθέμενο κοινωνικό συμβόλαιο αμφισβητείται από την κοινωνική βάση, μέρος της οποίας την έχει εκλέξει, τότε το κράτος βγάζει το προσωπείο της συναίνεσης και δείχνει το πραγματικό εξουσιαστικό πρόσωπο. Βία, καταστολή, φυλακίσεις, βιασμοί, δολοφονίες. Το κράτος σαν θεσμός είτε διοικείται από στρατιωτικούς, είτε από νεοφιλελεύθερους καπιταλιστές, είτε από κομμουνιστές γραφειοκράτες, είναι αποφασισμένο να κρατήσει τα κεκτημένα με οποιονδήποτε τρόπο. Ο στόχος της καταστολής, ίδιος μέσα στους αιώνες, οι εξεγερμένοι άνθρωποι. Σύγχρονα παραδείγματα αποτελούν όχι μόνο οι αντάρτες της Χιλιανής γης, αλλά και οι αγωνιστές των πολιτοφυλακών της Β. Συρίας οι αναρχικοί των ευρωπαϊκών μητροπόλεων, οι ιθαγενείς στη βόρεια Ντακότα και πολλοί άλλοι. Υπάρχει άλλωστε ένα κοινό χαρακτηριστικό που τους ενώνει: η ανάγκη για αυτοδιάθεση των ζωών τους και η πρακτική διεκδίκησή της μέσα από διάφορες μορφές αγώνα. Η καταστολή αντίθετα μπορεί να έχει πολλά πρόσωπα. Από τα πρόσωπα των δημοσιογράφων, των τραπεζιτών, μέχρι των πραιτοριανών κάθε εξουσίας. Το μόνο που διαφέρει είναι η συνταγή της καταστολής και ανάλογα με αυτή και ο βαθμός επιβολής της. Αυτός εξαρτάται τόσο από την αποφασιστικότητα των εξεγερμένων όσο και από την κοινωνική ανοχή και την εθελοδουλία.
Στη Χιλή η αποφασιστική στάση των εξεγερμένων και η συνέχιση των συγκρούσεων παρά την αναδίπλωση τους κράτους όσο αφορά στο στρατιωτικό νόμο, έφερε ακόμη μεγαλύτερο κύμα καταστολής με 10.500 μπάτσους στο δρόμο να συνεχίζουν τις απαγωγές, δολοφονίες, προσομοιώσεις εκτελέσεων και βιασμούς τόσο διαδηλωτριών όσο και διαδηλωτών. Πολλές από τις δολοφονίες έγιναν στις πιο υποβαθμισμένες περιοχές της πρωτεύουσας, υπενθυμίζοντας με τον πιο τραγικό τρόπο το ταξικό πρόσημο της καταστολής, ενώ τα πτώματα πετιόντουσαν από τους στρατιωτικούς μέσα στα φλεγόμενα από τους εξεγερμένους πολυκαταστήματα, με σκοπό να εξαφανίσουν κάθε ίχνος τους. Την ίδια στιγμή περιπολίες αστών φορώντας κίτρινα γιλέκα, έσβηναν κάθε βράδυ τα ονόματα των δολοφονηθέντων που είχαν γραφτεί σε τοίχους και δρόμους.
Η αναγκαιότητα της κοινωνικής αντιβίας με απαλλοτριώσεις σούπερ μάρκετ, λεηλασίες συμβόλων του καπιταλισμού, επιθέσεις σε αστυνομικά τμήματα κάψιμο κρατικών και ιδιωτικών εταιριών και φυσικά τραπεζών, έγινε απόλυτα κατανοητή και γνώρισε την κοινωνική αποδοχή ακόμα και από τα πιο ουδέτερα απέναντι στην εξέγερση, κοινωνικά κομμάτια της Χιλής. Η επιστροφή στην κανονικότητα του καπιταλιστικού τρόπου ζωής, όσο οι συγκρούσεις μεταφέρονται ακόμη και στις γειτονίες των πλουσίων, μοιάζει όλο και πιο μακρινή, ενώ τα λόγια του Προέδρου Πινέιρα που περιγράφουν τη Χιλή ως “μία όαση του καπιταλισμού μέσα στη καρδιά της ανήσυχης Λατινικής Αμερικής” σίγουρα δεν αντιστοιχούν στην πραγματικότητα που δημιούργησε η εξέγερση.
Στην άλλη μεριά του κόσμου, σαν ελάχιστη έκφραση αλληλεγγύης στους εξεγερμένους της Χιλής, αλλά και με σκοπό την αντιπληροφόρηση, πετάξαμε τρικάκια στους δύο κεντρικούς δρόμους του Ζωγράφου (Γρ. Αυξεντίου, Λ. Παπάγου) και αναρτήσαμε πανό στην Ούλωφ Πάλμε. Στο μυαλό μας η απόσταση και οι εκάστοτε αφορμές που βγάζουν τον κόσμο στα μονοπάτια της αντίστασης, μικρή σημασία έχουν. Στα μάτια των εξεγερμένων στη Χιλή, βλέπουμε τα δικά μας μάτια, στους εαυτούς τους, τους εαυτούς μας.
Θέλουμε να συναντηθούμε με διαφορετικούς ανθρώπους στους δρόμους της οργής. Με την φαινομενική «ασάφεια» των αιτημάτων μιας εξέγερσης να είναι στην πραγματικότητα η συγκεκριμενοποίηση της και η ουσιαστική νοηματοδότηση της. Άλλωστε και μόνο η διάρκεια και τα χαρακτηριστικά των γεγονότων δείχνουν την επιμονή του κόσμου να πολεμήσει την υπάρχουσα πραγματικότητα. Για εμάς δεν είναι το αποτέλεσμα μιας εξέγερσης αυτό που έχει την πρωταρχική σημασία. Δεν υπάρχει συγκεκριμένος μηχανισμός ριζοσπαστικοποίησης και προκαθορισμένο όριο κοινωνικής οργής όπως και δεν υπάρχει εξέγερση με μετριοπαθή χαρακτηριστικά ή σοβαρή εξέγερση. Κάθε εξέγερση με συνολικά απελευθερωτικά χαρακτηριστικά αποτελεί μια ρωγμή στο υποτιθέμενα αδιαφιλονίκητο και συμπαγές οικοδόμημα του κράτους. Οπότε έχει την αυταξία και την σημαντικότητα της ακριβώς γι αυτό. Η συνειδητοποίηση της φύσης του εχθρού οδηγεί σε μετωπική σύγκρουση με το κράτος, το οργανωτικό μοντέλο που σκοπός του είναι να εξουσιάζει τις ζωές μας. Οι συγκρούσεις στο Σαντιάγο και σε άλλες πόλεις είναι μια ακόμα απόδειξη ότι ηθικά, πολιτικά και αξιακά βρισκόμαστε σε άλλους κόσμους, που δεν μπορούν να συνυπάρξουν παρά να συγκρουστούν στους δρόμους του κοινωνικού πολέμου, που έχουμε αποφασίσει ότι θα ακολουθήσουμε, και περνούν πάνω από την κανονικότητα τους.
Αναρχική Ομάδα Ζωγράφου “Βραχυκύκλωμα”